- ποάστριον
- ποάστριον, τό, Grassichel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ποάστριον — sickle for cutting grass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποάστριον — τὸ, Α δρεπάνι για το κόψιμο τής πόας, τών χόρτων («ποάστριον δὲ τὸ νῡν χορτοκόπιον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποάζω + επίθημα τριον (πρβλ. ζυγάσ τριον)] … Dictionary of Greek